περιαυχένιο(ν)

περιαυχένιο(ν)
τό
1) ошейник (у собак); 2) хомут; 3) тех хомутик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιαυχένιο(ν)" в других словарях:

  • λαιμαριά — η το περιλαίμιο τής σαγής τών ζώων, το περιαυχένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • μανιάκιον — μανιάκιον, τὸ (AM, και Μ μανάκι[ο]ν) [μανιάκης] ο μανιακής* μσν. κόσμημα που φορούσαν γύρω από τον λαιμό ορισμένοι βαθμούχοι τής ιεραρχίας τής βυζαντινής αυλής, περιδέραιο, περιαυχένιο …   Dictionary of Greek

  • περιαυχένιος — α, ο / περιαυχένιος, ον, ΝΑ αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («κόσμος περιαυχένιος», Διον. Αλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιαυχένιο α) το μέρος τής σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η λαιμαργία, αλλ. περιλαίμιο β) πλατύς… …   Dictionary of Greek

  • περιλαίμιο — το, Ν 1. καθετί που περιβάλλει τον λαιμό και ειδικότερα το μέρος ενδύματος το οποίο είναι είτε συνερραμένο με αυτό είτε πρόσθετο, κολάρο («περιλαίμιο στρατιωτικής στολής») 2. δερμάτινη ή μεταλλική λωρίδα που τοποθετείται γύρω από τον λαιμό… …   Dictionary of Greek

  • πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… …   Dictionary of Greek

  • σκάφανδρο — Βλ. λ. δύτης. * * * το, Ν 1. τεχνολ. βαριά συσκευή ατομικής κατάδυσης συνδεόμενη με την επιφάνεια με λώρο διά μέσου τού οποίου χορηγείται ο απαιτούμενος για την αναπνοή τού δύτη αέρας 2. φρ. α) «αυτόνομο σκάφανδρο» τεχνολ. φορητή αναπνευστική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»